-
1 ὑψηλός
ὑψηλός, ή, όν (also -ός, όν Demetr.Troezen.1 Diels): [comp] Comp. and [comp] Sup. -ότερος, -ότατος, and irreg.A- έστατος Paus.5.13.9
: ([etym.] ὕψι, ὕψος): —high, lofty,θάλαμος Od.1.426
;πύργος Il.3.384
, etc.; of a highland country,χώρη ὀρεινὴ.. καὶ ὑψηλή Hdt. 1.110
;ὑψλὰ χωρία Th.3.97
; and ὑψηλά alone, Pl.Lg. 732c; ἐφ' ὑψηλοῦ εἶναι, καθῆσθαι, X.HG4.5.4, Luc. Rh.Pr.6;ἐν ὑψηλῷ τινι καταστάς Plu.Eum. 17
;ἀπὸ ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht. 175d
;ἀφ' ὑψηλοτέρου καθορῶντες X.HG6.2.29
; ἐποικοδομήσαντες ὑψηλότερον [τὸ τεῖχος] Th.7.4. Adv.,- λῶς καθήμενος Pherecr. 64
.II metaph., high, lofty, stately, proud, ὄλβος, ἀρεταί, κλέος, Pi.O.2.22, 5.1, P.3.111;τέχνη θεσπεσία τις καὶ ὑ. Pl.Euthd. 289e
;ὑ. καὶ χαύνη ἐλπίς Id.Ep. 341e
; ὑψηλὰ κομπεῖν talk high and boastfully, S.Aj. 1230.2 of persons, opp. δυσδαίμων, E.Hel. 418;ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Id.Heracl. 613
(lyr.);ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑ. εἶναι Id.Hipp. 730
;ἐπὶ τούτοις ὑ. ἐξαρεῖν αὑτόν Pl.R. 494d
, cf. And.3.7, Aeschin.2.174; [δαίμονα] ὑ. αἴρειν E.Supp. 555
;τὸ νέον ἅπαν ὑ. καὶ θρασύ Metrod.Fr.57
;αὑτὸν παρέχειν -ότερον λημμάτων Luc.Nigr. 25
;ὑ. τῷ ἤθει Plu. Dio4
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский